πασίγνωστος

πασίγνωστος
-η, -ο / πασίγνωστος, -ον, ΝΑ
ο γνωστός σε όλους, γνωστότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού επιθ. πᾶς + γνωστός (< γιγνώσκω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πασίγνωστος — all known masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασίγνωστος — η, ο ο γνωστός σε όλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πασίγνωστον — πασίγνωστος all known masc/fem acc sg πασίγνωστος all known neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ανάπυστος — ἀνάπυστος, ον (Α) [αναπυνθάνομαι] πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός …   Dictionary of Greek

  • ανέμη — Σύνεργο της λαϊκής κλωστικής. Σε μερικές περιοχές της Ελλάδας λέγεται και ανεμοδούρα. Αποτελείται από έναν ξύλινο στύλο στηριγμένο σε βάθρο και ξύλινα πλαίσια εξαρτημένα με σταυροειδή διάταξη γύρω από αυτόν. Τα πλαίσια αυτά σχηματίζουν ένα είδος… …   Dictionary of Greek

  • αρίγνωτος — ἀρίγνωτος, η, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που διακρίνεται, που γνωρίζεται εύκολα 2. πασίγνωστος, ξακουστός 3. (με κακή σημασία) διαβόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + γνωτός < γιγνώσκω «γνωρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • διαβοώ — (AM διαβοῶ, έω) κοινολογώ, φωνάζω δυνατά, διακηρύσσω, διατυμπανίζω 2. μέσ. διαμαρτύρομαι φωνασκώντας 3. παθ. είμαι ή γίνομαι πασίγνωστος 4. εξυμνούμαι, επαινούμαι …   Dictionary of Greek

  • εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”